γλαυκότητα

γλαυκότητα
[-ης (-ητος)] η голубой цвет; лазурь, синева, голубизна

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "γλαυκότητα" в других словарях:

  • γλαυκότητα — η (Α γλαυκότης) [γλαυκός] η ιδιότητα τού γλαυκού χρώματος …   Dictionary of Greek

  • γλαυκότητα — γλαυκότης greyness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • AMARUM — in coloribus, idem quod austerum, plenum, saturum, etc. Sic πικρὸν Graecis in tinctura vel colore, quod valde coloratum est. Epiphanius de Smaragdo, Καὶ ὁ μὲν Νερωνιανὸς πικρός ἐςτι τῶ εἴδει σφόδρα χλωρίζων, Et Neronianus quidem amarus, aspectu,… …   Hofmann J. Lexicon universale


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»